Gonzalo Márquez Cristo - GRIEGO


Μετάφραση: Γεωργία Καλτσίδου
Traducción: Georgia Kaltsidou

Γκονζάλο Μάρκεζ Κρίστο. Ποιητής, αφηγητής, δοκιμιογράφος και εκδότης. Γεννήθηκε στην Μπογκοτά-Κολομβίας το 1963. Είναι συγγραφέας των βιβλίων ποίησης: Η αποκάλυψις του τριανταφύλλου (1988), Η λυτρωμένη λέξη (2001), Σκούρη γέννηση (2005) και Η φυγαδευμένη κατοικία (2014). Του μυθιστορήματος Τελετή των μαριονετών (1992), Ο κατασκευαστής των θυελλών και άλλα διηγήματα (1998), των βιβλίων Grandes entrevistas de Común Presencia (Βραβείο Λογοτεχνίες της  Δισεκατονταετηρίδας, 2010) και Το βιβλίο της Γαίας – Μείζων Ανθολογία (2014).
Διευθυντής της λογοτεχνικής συλλογής Los Conjurados και της εικονικής εβδομαδιαίας έκδοσης Con-Fabulación.
Τα κείμενά του βρίσκονται σε 35 ανθολογίες και έχουν μεταφρασθεί σε έντεκα γλώσσες.
Διεθνές Βραβείο Δοκιμίου Maurice Blanchot (2007).


De: La morada fugitiva

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ (CANCIÓN DEL FORASTERO)                    

Εδώ όπου συμμερίζεται ο θάνατος
Όπου οι ερωτήσεις έχουν καταργηθεί
Και μόνο μας παρηγορούν οι έρημοι
φωνάζω όλους τους ηττημένους.

Εκεί όπου ο ήλιος σέρνεται
Κι όλα ανθίζουν στο σκότος,
Όπου ακούν τα βήματα του χρόνου
Και κανείς δεν αναλαμβάνει τις πληγές σου,
Θα ξεχάσουμε τη γλώσσα και τα χέρια μας.

Εδώ όπου όλα τα ’χει κλέψει η βροχή
Ο λόγος κρύβει το πρόσωπό μου
Και η μνήμη σταματάει.

Η επιθυμία μού μιλάει για το αιώνιο

Ήρθα να σου θυσιάσω
Αυτό που θα είσαι.


ΤΟ ΑΚΙΝΗΤΟ ΟΝΕΙΡΟ (EL SUEÑO INMÓVIL)  

Ο θάνατος δε μας διδάσκει τίποτα πια
 Υπάρχει μιά στιγμή όπου η φωτιά ανασταίνεται
             Υπάρχει ένα όνομα που ακόμα μου ανήκει.

Η ήττα δεν οδηγεί πια στην αγάπη
             Υπάρχει μιά πληγωμένη επιθυμία
             Υπάρχει μιά ριψοκίνδυνη αθωότητα.

Τη σιωπή δεν την έχει επινοήσει άλλο το τριαντάφυλλο
             Υπάρχει μιά υπόγεια κραυγή
             Υπάρχει μιά λυτρωμένη λέξη

Έχω γιατρευτεί από την πραγματικότητα

 Ένα ταξίδι προηγείται πάντα της ζωής.      




De: Oscuro nacimiento                                                                   

ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (DESTINO DE SILENCIO)

Το άυπνο μάτι μάς καταδικάζει και γι’αυτό
καλλιεργούμε το αόρατο.

Ο κάθε πόνος οδηγεί στην παιδική ηλικία.

Έχουμε ναρκοθετήσει την είσοδο της επιθυμίας και είναι
άχρηστο να ανακρίνουμε καινούργιες πόρτες για να βγούμε από ’δώ.
Είναι αργά. Το ρολόϊ είναι ένα εχέμυθο τρωκτικό.

Τα χρώματα θα σιωπάσουν και θα παραμείνουμε στον
τόπο όπου τα δένδρα έρχονται για να πεθάνουν. Μόνο
εκεί δε θα’ μαστε μόνοι.

Πίσω από τον καπνό ανεβαίνει η πόλη μου.

(Αυτοί ανακάλυψαν τοκογλυφία στη δυστυχία, ίδρυσαν
τον ηλιακό τρόμο και καθίδρυσαν φάμπρικες πλάνης).

Το θύμα έχει αποκαλυφθεί. Το όνειρο τώρα
με ανακρίνει. (Έχουν πολιορκήσει τα χέρια μου. Καταδιώκουν
τα ουρλιαχτά μου).

Καμιά ερώτηση δε θα λυθεί ωσότου
δεν τελειώσει το τραγούδι του νερού.

Σήμερα διαβαίνουμε τις ερήμους της επιστροφής.
Το λίγο που μ’ άφησε η νύχτα
μου τ’ άρπαξαν εκείνοι που υποστηρίζουν αυτούς
τους αποτεφρωμένους καιρούς.

Εδώ σε ξυπνάω μνήμη.
Με φωτίζει η ανάσα.
Μπορώ να ζήσω κάτω από μία λέξη.



(Για τον Άνχελ Λόοχκαρττ)


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ (EL LIBRO DEL AGUA)         
Ποτέ δε θα σταματήσω να σε καταδιώκω, θείο
παραλήρημα. Ούτε όταν έρχεται η ειρήνη των αδίκων.
Ούτε όταν ξυπνάω στο σκοτάδι ανάμεσα στα
συντρίμμια της επιθυμίας.

Δεν είναι στη φωτιά, ούτε και στη γη,
όπου έχει γράψει ο χρόνος: γνωρίζω το
φυγαδευμένο βιβλίο του.

Όλα αυτά που σκοπεύω να τραγουδήσω δεν ανήκουν
στη ζωή.

Η παλίρροια συνεχίζει να ρωτάει κι εγώ προκαλώ
σκοτάδια, μέχρι που κάποιος μου παραδίδει
τα σύνορά του.

Ακόμα ψάχνω αυτό που έψαχνα.

Δεν ξέρω αν το ποιήμα βοηθάει ενάντια στο φόβο. Δεν
ξέρω αν κάποια μέρα θα υπάρξει κάποιος που να αγαπάει
αυτούς που βασιλεύουν. Δεν ξέρω αν ο άνθρωπος θα συνεχίζει να ιερουργεί
σε ερημωμένους βωμούς.

Όμως θα αρχίσουμε να εισπράττουμε όλα αυτά που
μας  χρωστάει η σιωπή. Θα μοιραστούμε
τη δίψα μας.

Η πραγματική διαρπαγή είναι αυτή που οδηγεί
στο αρχέγονο. Το φως είναι τόσο πρόσφατο...

Οι λέξεις μου πέφτουν όπως οι σπόροι. Τα μάτια μου
τα έχουν ήδη σπείρει.

Εδώ στο πλευρό μου, σ’αυτή την πυκνοκατοικημένη έρημο,
κάποιος αγνοεί το χέρι που χρειάζεται για να πεθάνει.